- διδάσκαλος
- οαυτός που μεταδίδει γνώσεις σε μαθητές, ο δάσκαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διδάσκαλος — teacher masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκαλος — ο βλ. δάσκαλος … Dictionary of Greek
Πολλῶν ὁ λιμὸς γίγνεται διδάσκαλος. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
διδασκάλω — διδάσκαλος teacher masc/fem nom/voc/acc dual διδάσκαλος teacher masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλοιν — διδάσκαλος teacher masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλοις — διδάσκαλος teacher masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλου — διδάσκαλος teacher masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλους — διδάσκαλος teacher masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλων — διδάσκαλος teacher masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκάλως — διδάσκαλος teacher masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)